- χιόνιν
- τὸ, Μβλ. χιόνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Χίονιν — Χίονις fem acc sg Χιόνις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή … Dictionary of Greek
καθούρι — καθούρι(ν), τὸ και καθούρη, ἡ (Μ) 1. βροχή, καταιγίδα 2. ομίχλη («εὐθὺς καθούριν ἔσωσε μετὰ βροχὴν καὶ χιόνιν», Απόκοπ.) … Dictionary of Greek